του άρθρου 16 του Συντάγματος, μέσω της δημιουργίας Νομικών Προσώπων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΝΠΠΕ), δηλαδή παραρτημάτων ξένων Πανεπιστημίων με βάση διακρατικές συμφωνίες, απομπλέκει την δημιουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων από την αδυναμία πολιτικής συμφωνίας των πολιτικών κομμάτων για αναθεώρηση του Συντάγματος. Όμως η ακολουθούμενη διαδικασία είναι δυνητικά ευάλωτη σε μελλοντικές νομικές προσφυγές και δημιουργεί διάφορες παρενέργειες που αναφέρονται παρακάτω. Αντίθετα, με τροποποίηση του Συντάγματος, κάλλιστα θα μπορούσαν να δημιουργηθούν μη-κερδοσκοπικά Πανεπιστήμια. Η χώρα μας έχει δυνατή παράδοση ευεργετών, ιδιαίτερα στο παρελθόν.
Για καθαρά ιδιωτικά Πανεπιστήμια, φυσικά οι ιδιώτες επενδυτές θα έχουν στόχο το κέρδος. Το κόστος της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και το ποσοστό κέρδους θα ορίσουν και τα δίδακτρα. Αν όντως το κόστος είναι χαμηλό (ή ακόμα χαμηλότερο με σωστή διαχείριση), όπως υπονοεί η προηγούμενη ανάλυση, εύκολα οι ιδιώτες θα μπορούσαν να έχουν ένα πολύ καλό κέρδος, ακόμα και με σχετικά μικρά δίδακτρα. Έχουν επομένως κίνητρο επένδυσης, παρ’ όλο το επιτεινόμενο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας. Πρακτικά, το ετήσιο κόστος σπουδών ανά φοιτητή σε ανταγωνιστικές χώρες , π.χ., στην Κύπρο (περίπου 20-33 χιλιάδες €, ανάλογα με τα δίδακτρα της κάθε Σχολής), θα καθορίσει και το επίπεδο των διδάκτρων στην Ελλάδα, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της χώρας μας (40 χιλιάδες Έλληνες φοιτητές στο εξωτερικό). Αν τα πράγματα είναι έτσι, τότε η απόσταση ανάμεσα στα δίδακτρα και το κόστος ανά φοιτητή μπορεί να είναι τεράστια και να υπάρχουν πολύ μεγάλα περιθώρια για υπερκέρδη. Αυτό μπορεί να εξηγήσει και την βιασύνη κάποιων επιχειρηματικών κύκλων να δουν όσο πιο γρήγορα την ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων στην χώρα μας. Ένας υπαρκτός κίνδυνος είναι, μέσω των ιδιωτικών Πανεπιστημίων, να οδηγηθούμε σε γενική αύξηση του κόστους της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης (δημόσιας ή ιδιωτικής) για την Ελληνική οικογένεια. Άλλωστε τέτοιες αυξήσεις κόστους είδαμε και σε άλλες ιδιωτικοποιήσεις. Για παράδειγμα, η πρόσφατη ιδιωτικοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας οδήγησε σε υπερκέρδη των εμπλεκόμενων εταιριών ενέργειας, και σε αυξημένα τιμολόγια ακόμα και εκείνων των εταιριών (π.χ., ΔΕΗ) που ήταν υπό κρατικό έλεγχο.
Τυχόν αύξηση του κόστους της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα στην εκπλήρωση της επιθυμίας των νέων για Πανεπιστημιακή εκπαίδευση ακόμα και στην μείωση της επιθυμίας αυτής [3]. Θα μπορούσαμε όμως να πετύχουμε μαζικότητα με άλλους, πολύ καλύτερους τρόπους. Για παράδειγμα, η Πολιτεία θα μπορούσε να δίνει μαζικά υποτροφίες σε φοιτητές δημοσίων ή ιδιωτικών Πανεπιστημίων, με την αυστηρή προϋπόθεση ότι οι επιδόσεις τους είναι πάνω από την βάση (τουλάχιστον). Θα μπορούσαν να μπουν και κοινωνικά κριτήρια, αν και αυτό είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία στην χώρα μας. Οι υποτροφίες αυτές θα κάλυπταν το κόστος ζωής για τους φοιτητές όλων των Πανεπιστημίων συν μέρος των διδάκτρων που αντιστοιχούν στο προαναφερόμενο ετήσιο κόστος σπουδών (περίπου 3500 € το 2021) για τους φοιτητές των ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Προσωπικά είμαι γενικά υπέρμαχος μιας γενναίας πολιτικής υποτροφιών (και όχι των δανείων) προς τους φοιτητές είτε δημοσίων είτε ιδιωτικών Πανεπιστημίων για κάλυψη όλων των αναγκών τους υπό αυστηρούς όρους: είναι από τις καλύτερες επενδύσεις για αύξηση του ΑΕΠ. Και σίγουρα διαφωνώ με την πολιτική των δανείων που ευδοκιμούν σε αρκετές χώρες (π.χ., Ην. Βασίλειο) και καταχρεώνουν τους νέους πτυχιούχους. Στην χώρα αυτή, τα δάνεια αυτά ελέγχονται ακόμα και για εξώθηση φοιτητριών στην διαδικτυακή πορνεία!
Ταυτόχρονα, σε αρκετές αναπτυγμένες χώρες, οι μισθοί πτυχιούχων δεν είναι αυξημένοι σε σχέση με αυτούς των μη-πτυχιούχων. Για παράδειγμα, στις Σκανδιναβικές χώρες, οι αποδοχές των πτυχιούχων είναι μόνον περίπου 10% μεγαλύτεροι από αυτούς των αποφοίτων Λυκείων [3]. Τα δάνεια και η μη ανταμοιβή της προσπάθειας και των εξόδων δημιουργούν σοβαρά αντικίνητρα, έτσι ώστε πολλοί νέοι να αποφεύγουν τις πανεπιστημιακές σπουδές στις χώρες αυτές. Κάτι τέτοιο είναι αντίθετο με τις τρέχουσες κοινωνικές ανάγκες και θα είναι καταστροφικό για την ανταγωνιστικότητα αυτών των οικονομιών, εκτός και αν οι ανάγκες τους σε επιστήμονες καλυφθούν μέσω brain drain. Ήδη αυτό γίνεται και, π.χ., πολλοί Έλληνες γιατροί εργάζονται στην Δ. Ευρώπη και, ειδικότερα, στο Ην. Βασίλειο, που δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του σε υγειονομικό προσωπικό από τους αποφοίτους των Πανεπιστημίων του.
Το μέγα ερώτημα είναι το κατά πόσον τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια θα προσφέρουν ποιοτική εκπαίδευση στην χώρα μας. Αυτό είναι και το βασικό ζητούμενο κάθε τέτοιας προσπάθειας. Δυστυχώς, σε άλλες περιπτώσεις, η ιδιωτικοποίηση δεν ανέβασε ντε και καλά την ποιότητα παροχής υπηρεσιών, βλέπε τηλεόραση. Ποιότητα σπουδών σημαίνει ορθά ορισμένους κανόνες λειτουργίας, που ορισμός τους είναι ευθύνη της Πολιτείας. Ιδανικά θα έπρεπε να δημιουργηθεί ενιαίο θεσμικό πλαίσιο και μηχανισμοί αξιολόγησης και για τα δημόσια και για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια. Λύσαμε αυτή την δύσκολη άσκηση κατά την δημιουργία της Διεθνούς Ακαδημίας Διδακτορικών Σπουδών στην Τεχνητή Νοημοσύνη (AIDA). Παρ’ όλα τα διαφορετικά θεσμικά πλαίσια των 60 συμμετεχόντων Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων και τον ανομοιογενή χαρακτήρα τους (δημόσιο ή ιδιωτικό), έγινε δυνατός ο συντονισμός των διδακτορικών σπουδών τους με ένα μνημόνιο συνεργασίας (MoU), που προβλέπει ενιαίους μηχανισμούς λειτουργίας. Η ανυπαρξία τέτοιου ενιαίου πλαισίου, και δημιουργία ειδικού θεσμικού πλαισίου για τα ΝΠΠΕ δεν δημιουργεί καλές συνθήκες εκκίνησης. Επίσης η δημιουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων, καθ’ ενός με δικούς του εσωτερικούς μηχανισμούς (και διάρκεια σπουδών), με βάση αυτούς των μητρικών τους Πανεπιστημίων, θα οδηγήσει σε μια πανσπερμία σπουδών και πτυχίων που δυνητικά θα είναι πηγή μεγάλων προβλημάτων στο μέλλον.
Παρέχει το νομικό πλαίσιο των ΝΠΠΕ εγγυήσεις ποιότητας; Κατ΄αρχήν δεν μπαίνει καμμιά προϋπόθεση ποιότητας στα ξένα Πανεπιστήμια που θα έρθουν να επενδύσουν στην χώρα μας, παρ’ ότι το ΥΠΑΙΘ ξέρει ότι υπάρχουν σχετικές διεθνείς κατατάξεις (αναφέρονται στον νόμο). Η εισαγωγή κριτηρίων ποιότητας για τα μητρικά Πανεπιστήμια (π.χ., να ανήκουν στα 100 καλύτερα του κόσμου) στον νόμο θα μπορούσε να λύσει ως δια μαγείας διάφορα προβλήματα ποιότητας των εδώ ΝΠΠΕ τους.
Η καλή ποιότητα σπουδών απαιτεί, πρώτα απ΄ όλα, καλούς διδάσκοντες, άρα αυξημένο εργατικό κόστος. Απαιτεί έγκυρα προγράμματα σπουδών. Δυστυχώς, δευτερο-τριτοκλασάτα μητρικά Πανεπιστήμια δεν μπορούν να εγγυηθούν ούτε την ποιότητα των διδασκόντων ούτε των προγραμμάτων σπουδών. Όπου όμως τέτοια Πανεπιστήμια συνεργάζονται ήδη με Κολλέγια, μπορούν όμως να ανοίξουν την Κερκόπορτα για την μετεξέλιξη των Κολλεγίων σε ιδιωτικά Πανεπιστήμια. Η ποιότητα σπουδών απαιτεί καλές υποδομές, άρα αυξημένες αρχικές επενδύσεις, λειτουργικό κόστος και κόστος παγίων (ο νόμος έχει κάποιες σχετικές προβλέψεις). Βασικά όμως η ποιότητα σπουδών απαιτεί καλούς φοιτητές. Η λύση ότι σε Ελληνικά Πανεπιστήμια δημόσια ή ιδιωτικά μπορούν να σπουδάσουν μόνον όσοι παίρνουν την βάση στις Πανελλήνιες εισαγωγικές εξετάσεις είναι αρκετά ικανοποιητική και δίκαιη, εφ’ όσον ήδη εφαρμόζεται για τα δημόσια Πανεπιστήμια. Βέβαια και πάλι υπεισέρχεται ένα στοιχείο κοινωνικής αδικίας: πλούσιοι υποψήφιοι φοιτητές που πιάνουν την βάση, θα μπορούσαν να εγγραφούν σε περιζήτητες σχολές της επιλογής τους (ή της επιλογής του μπαμπά τους) πληρώνοντας δίδακτρα σε ιδιωτικά Πανεπιστήμια ή ακόμα και δεν έχουν την βάση για τις σχολές αυτές σε δημόσια Πανεπιστήμια. Δυστυχώς δεν ζούμε στην τέλεια κοινωνία. Τουλάχιστον όμως και εξασφαλίζουμε ότι δεν θα δίνονται πτυχία-κουρελόχαρτα και δίνουμε την δυνατότητα επαναπατρισμού και σπουδών ποιότητας στην πλειοψηφία των Ελλήνων φοιτητών του εξωτερικού (όχι όμως σε όσους δεν έχουν ελάχιστα προσόντα). Δυστυχώς όμως, κολλέγια με πλήρη επαγγελματικά δικαιώματα και χωρίς βάση εισαγωγής πιθανότατα θα συνεχίσουν να υπάρχουν.
Σε κάθε περίπτωση, όσον αφορά τα επαγγελματικά προσόντα των Πανεπιστημίων οιουδήποτε τύπου, το πρόβλημα ποιότητας των αποφοίτων μπορεί να λυθεί με αδιάβλητες εξετάσεις επαγγελματικής επάρκειας των αποφοίτων τύπου ΑΣΕΠ, τουλάχιστον για κατοχυρωμένα ή/και περιζήτητα επαγγέλματα, π.χ., Ιατρική, Οδοντιατρική, Νομική, Πληροφορική, Μηχανικοί. Σε όλες τις σοβαρές χώρες υπάρχουν ανάλογες εξετάσεις. Υπήρχαν στην Ελλάδα, π.χ., τα περίφημα ‘οκτάωρα’ για τους αποφοίτους των Πολυτεχνικών Σχολών, αλλά ατόνησαν, και μετά καταργήθηκαν, με ευθύνη και του ΤΕΕ. Επειδή έγραψα ‘οκτάωρα’ όταν τελείωσα τις προπτυχιακές σπουδές μου αλλά ήμουν και εξεταστής αργότερα, ήδη από πολύ παλιά (1980+), περνούσαν πιά τις εξετάσεις Ηλεκτρολόγοι ‘Μηχανικοί’ που δεν ήξεραν ούτε καν πόσα Volt έχει το Ελληνικό δίκτυο. Η κατάσταση αυτή παγιώθηκε προς το χειρότερο, όταν η προηγούμενη ηγεσία του ΥΠΑΙΘ έδωσε επαγγελματικά δικαιώματα στους αποφοίτων κολλεγίων, χωρίς καμία εξέταση, και χωρίς να είναι υποχρεωμένη να το κάνει. Με αυτήν την κατρακύλα, η χώρα έχει αρκετούς αμόρφωτους και, εν πολλοίς, επικίνδυνους επαγγελματίες, ελέω μπαμπάδων, κυβερνήσεων και συνδικαλιστικών φορέων. Αν υπάρχει πολιτική βούληση, η κατάσταση εύκολα βελτιώνεται με την νομοθέτηση αδιάβλητων επαγγελματικών εξετάσεων για τους νέους πτυχιούχους. Αυτές οι εξετάσεις θα περιορίσουν κατά πολύ την ζήτηση για υποβαθμισμένες σπουδές και πτυχία, είτε από ιδιωτικά είτε από δημόσια Πανεπιστήμια στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό.
Υπάρχει και μια άλλη παράμετρος σχετική με την βιωσιμότητα των στην χώρα μας: αν όντως οι Έλληνες προπτυχιακοί φοιτητές εξωτερικού δεν είναι 40, αλλά 4-5, χιλιάδες όπως αναφέρουν ορισμένοι Πανεπιστημιακοί, τότε, κατ’ αρχήν, η πελατεία τους είναι πολύ μικρή και δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ύπαρξη περισσότερων από 1-2 ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Επομένως ή γίνεται πολύ φασαρία για το τίποτα ή θα επιβιώσουν μόνον καλά ιδιωτικά Πανεπιστήμια.
Τότε, ένα άλλο σενάριο είναι πιθανό, δεδομένης της επιτυχίας της ιδιωτικής βασικής και μέσης εκπαίδευσης στην χώρα μας (σε αντίθεση με το τι γινόταν 30-40 χρόνια πριν), και της επιτυχίας ιδιωτικών Πανεπιστημίων σε μερικές άλλες χώρες: καλοί και πλούσιοι φοιτητές θα προτιμούν τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια. Σε τέτοιες συνθήκες, η ζητούμενη μαζικότητα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης θα επιτευχθεί με την σύμπραξη του Δημόσιου Πανεπιστημίου, αλλά με το λάθος τρόπο: τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια θα βγάζουν τα αυριανά στελέχη και τα υποβαθμισμένα και τα υποχρηματοδοτούμενα Δημόσια Πανεπιστήμια θα παράγουν πτυχιούχους δεύτερης κατηγορίας. Αρχικά, τέτοια ποιοτικά ιδιωτικά πανεπιστήμια θα μπορούσαν να ήταν (πολύ) κερδοφόρα. Όμως, δεδομένων και των παγκόσμιων ερευνητικών τάσεων και της ανάγκης για οικονομίες κλίμακας, θα πρέπει να έχουν μεγάλες αρχικές επενδύσεις, μεγάλο μέγεθος και αντίστοιχους πόρους για να επιβιώσουν μεσοπρόθεσμα. Επίσης, λόγω του δημογραφικού προβλήματος της Ελλάδας, θα πρέπει να συνδυάσουν την ποιότητα με εξωστρέφεια, ώστε να προσελκύσουν φοιτητές από το εξωτερικό σε κλάδους αιχμής.
Σε περιζήτητες σχολές που απαιτούν μεγάλες και ακριβές υποδομές (π.χ., Ιατρική) αλλά και αλλού, όπου το Δημόσιο Πανεπιστήμιο έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα (π.χ., Τμήματα με πολύ καλό ερευνητικό/διδακτικό δυναμικό), θα μπορούσαν να γίνουν και συμπράξεις ιδιωτών και των αντίστοιχων Τμημάτων, αρκεί αυτό να μην γίνει σε βάρος των σπουδών στο δημόσιο Πανεπιστήμιο. Εδώ χρειάζεται προσοχή, διότι είναι πολύ εύκολο τέτοιες προσπάθειες να εκτροχιαστούν προς την καθαρή εμπορευματοποίηση των σπουδών.
Κατά την γνώμη μου, το κύριο διακύβευμα δεν είναι αν θα γίνουν ή όχι ιδιωτικά Πανεπιστήμια, αλλά το πως θα έχουμε μία προσβάσιμη, μαζική, δημοκρατική και ποιοτική πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην χώρα μας που να την βάλει σε καλή θέση, αν όχι στον παγκόσμιο, τουλάχιστον στον περιφερειακό χάρτη πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Ποιοτικά Πανεπιστήμια (δημόσια ή ιδιωτικά) θα έπρεπε να διέπονται από ενιαίο θεσμικό πλαίσιο, εκτός ίσως ελάχιστων Ιδρυμάτων πειραματικού χαρακτήρα που θα προσάρμοζαν τις καλύτερες διεθνείς Πανεπιστημιακές πρακτικές (π.χ., των 20 καλύτερων πανεπιστημίων παγκοσμίως). Θα έπρεπε να είναι προσανατολισμένα στην έρευνα και να εγγυώνται την ακαδημαϊκή ελευθερία.
Η μόρφωση είναι μεν δικαίωμα για τους πολίτες μια χώρας, αλλά η γνώση είναι εμπόρευμα (εξ ου και τα βιβλία πωλούνται) και η εκπαίδευση μπορεί να έχει και την μορφή της παροχής πληρωμένων εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Τα Ελληνικά Πανεπιστήμια θα μπορούσαν να έχουν ένα εξωστρεφή χαρακτήρα παροχής εκπαίδευσης ποιότητας σε φοιτητές από τρίτες χώρες που θα αυξάνει το ΑΕΠ της χώρας μας. Έτσι θα έχουμε και εισροή πόρων και μείωση της έντασης των προβλημάτων εκπαίδευσης που προκύπτουν από την υπογεννητικότητα των Ελλήνων. Τέτοια Πανεπιστήμια θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα νέο κλίμα στην χώρα που θα αντιστρέψει, τουλάχιστον εν μέρει, την διαρροή εγκεφάλων (brain drain) στο εξωτερικό.
Ένας υγιής ανταγωνισμός ανάμεσα στα Πανεπιστήμια κάθε τύπου και σε διεθνοποιημένο περιβάλλον, μόνον θετικά αποτελέσματα μπορεί να έχει στην χώρα μας και για την δημόσια και για την ιδιωτική πανεπιστημιακή παιδεία, αρκεί να μην τραβηχτεί το χαλί κάτω από τα πόδια της πρώτης (π.χ., με παραπέρα ψαλίδισμα της χρηματοδότησης) για να ωφεληθεί η δεύτερη. Ήδη έχουμε και άλλα αντίστοιχα παραδείγματα: π.χ., ο ανταγωνισμός μεταξύ των τηλεοπτικών καναλιών βοήθησε την δημόσια τηλεόραση να βελτιώσει την ποιότητά της. Όντας και απόφοιτος και καθηγητής δημόσιου Πανεπιστημίου (του ΑΠΘ) επί 43 χρόνια, και έχοντας διδάξει σε διάφορα Πανεπιστήμια στο εξωτερικό, ειλικρινά πιστεύω ότι μπορούμε να φτιάξουμε μια πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην χώρα μας για την οποία να είμαστε περήφανοι.
Ο στόχος της προσβάσιμης, δημοκρατικής και ποιοτικής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης δημιουργεί ένα νέο πεδίο κοινωνικών αγώνων (και προόδου), όπου μπορούν να υπάρξουν έντονες και υγιείς πολιτικές αντιπαραθέσεις στην βάση των τρεχουσών αναγκών της χώρας και του διεθνούς περιβάλλοντός της. Βέβαια, η τωρινή κατάσταση και ανάγκες της χώρας δεν μπορούσαν να προβλεφθούν το μακρινό 1975. Επομένως, τα προβλήματα της πανεπιστημιακής παιδείας, μέσα σε ένα γρήγορα μεταβαλλόμενο διεθνές τοπίο, πρέπει να ξανασυζητηθούν. Ανεξάρτητα από τις πολιτικές αντιθέσεις, θα ήταν ευχής έργον τα περισσότερα πολιτικά κόμματα του δημοκρατικού τόξου να μπορέσουν να βρουν έναν κοινό τόπο για μια ενιαία, ποιοτική και ποικίλη πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην Ελλάδα. Μια τέτοια προοπτική δεν είναι αναγκαστικά ουτοπική. Η μικρή Κύπρος έδειξε έναν ενδιαφέροντα πολιτικό και πρακτικό δρόμο προς εξέταση, ώστε να υιοθετήσουμε τα θετικά του στοιχεία.
* ο Ι. Πήτας, είναι Καθηγητής Τμήματος Πληροφορικής ΑΠΘ, Πρόεδρος της Διεθνούς Ακαδημίας Διδακτορικών Σπουδών στην Τεχνητή Νοημοσύνη (AIDA), Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Βιβλιογραφία
[1] Ετήσια Έκθεση για την Ποιότητα της Ανώτατης Εκπαίδευσης 2021, Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης.
[2] Annual expenditure per student on educational institutions in OECD countries for primary, secondary and tertiary education in 2020, by country (in U.S. dollars), Statista, https://www.statista.com/statistics/238733/expenditure-on-education-by-country/
[3] S. Yanatma, ‘Student loans in Europe: Is university worth the debt?’, Euronews, 11/1/2024,
https://www.euronews.com/business/2024/01/11/student-loans-in-europe-is-university-worth-the-debt
[4] Έρευνα ΕΛΜΕΠΑ: Yψηλές διεθνώς οι ακαδημαϊκές επιδόσεις των κορυφαίων Ελλήνων επιστημόνων, https://agonaskritis.gr/%CE%AD%CF%81%CE%B5%CF%85%CE%BD%CE%B1-%CE%B5%CE%BB%CE%BC%CE%B5%CF%80%CE%B1-y%CF%88%CE%B7%CE%BB%CE%AD%CF%82-%CE%B4%CE%B9%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CF%8E%CF%82-%CE%BF%CE%B9-%CE%B1%CE%BA%CE%B1%CE%B4%CE%B7%CE%BC/